δυσχερῆ

δυσχερῆ
δυσχερής
hard to take in hand
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
δυσχερής
hard to take in hand
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
δυσχερής
hard to take in hand
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσχερής — ές (Α δυσχερής, ές) αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, δύσκολος αρχ. 1. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί δυσφορία, ενοχλητικός («ἄλλην δ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν», Αισχ.) 2. (για πράξη) μισητός 3. δυσάρεστος, δύσκολος 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • ευρετικός — ή, ό (ΑΜ εὑρετικός, ή, όν) [ευρετής] ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ευρετική επιστημονική… …   Dictionary of Greek

  • μίτος — ο (ΑΜ μίτος) 1. νήμα, κλωστή 2. (στην υφαντική) η κλωστή τού στημονιού νεοελλ. φρ. α) «ο μίτος τής Αριάδνης» μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάσταση β) «ο μίτος τών ιδεών» ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η… …   Dictionary of Greek

  • μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • ξεγλιστρώ — και άω (Μ ξεγλιστρῶ και ἐξεγγλιστρῶ και ἐξεγλιστρῶ) 1. διολισθαίνω, γλιστρώ 2. κατορθώνω να διαφύγω ή να απαλλαγώ από δυσχερή ή δυσάρεστη κατάσταση, ξεφεύγω από κάποιον ή από κάτι, υπεκφεύγω («ό,τι και να τού πω πάντα κατορθώνει να ξεγλιστρά»).… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • παγίδευση — η [παγιδεύω] 1. στήσιμο παγίδας 2. σύλληψη θηράματος με παγίδα 3. μτφ. α) το να περιέλθει κανείς σε δυσχερή θέση ή κατάσταση είτε λόγω κακοτυχίας είτε γιατί χρησιμοποιήθηκαν σε βάρος του ανέντιμα και απατηλά μέσα β) εξαπάτηση κάποιου με δόλια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”